• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

στύψη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στύψη οι στύψεις
      γενική της στύψης* των στύψεων
    αιτιατική τη στύψη τις στύψεις
     κλητική στύψη στύψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στύψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στύψη < αρχαία ελληνική στῦψις

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsti.psi/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στύψη θηλυκό

  • (χημεία) θειικό άλας αργιλίου-καλίου που χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία και σαν αιμοστατικό

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • στυπτηρία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    στύψη
  • αγγλικά : alum (en)
  • λατινικά : alumen (la)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=στύψη&oldid=7109712"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:22

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 14:22.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας