πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στυπτηρία οι στυπτηρίες
      γενική της στυπτηρίας των στυπτηριών
    αιτιατική τη στυπτηρία τις στυπτηρίες
     κλητική στυπτηρία στυπτηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στυπτηρία < στυπτηρία γῆ < στύφω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στυπτηρία θηλυκό

  1. στυπτηρία