Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στυπόχαρτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στυπόχαρτ
ο
τα
στυπόχαρτ
α
γενική
του
στυπόχαρτ
ου
των
στυπόχαρτ
ων
αιτιατική
το
στυπόχαρτ
ο
τα
στυπόχαρτ
α
κλητική
στυπόχαρτ
ο
στυπόχαρτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στυπόχαρτο
<
στουπόχαρτο
<
στουπί
+
-ο-
+
χαρτί
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στυπόχαρτο
ουδέτερο
χαρτί
ή
εξάρτημα
που απορροφά την
μελάνη
από ένα
πρόσφατα
γραμμένο χειρόγραφο
κείμενο
Άλλες μορφές
επεξεργασία
στουπόχαρτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στυπόχαρτο
γαλλικά
:
buvard
(fr)