↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στουπόχαρτο τα στουπόχαρτα
      γενική του στουπόχαρτου των στουπόχαρτων
    αιτιατική το στουπόχαρτο τα στουπόχαρτα
     κλητική στουπόχαρτο στουπόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στουπόχαρτο < στουπί + -ο- + χαρτί + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στουπόχαρτο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία