στουπόχαρτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστουπόχαρτο ουδέτερο
- άλλη μορφή του στυπόχαρτο
- ※ Γύρισε και κοίταξε το στουπόχαρτό του. Είχε μελανωθεί. (Γεώργιος Αθανασιάδης - Νόβας Σαν ένας περήφανος άντρας [διήγημα])
Μεταφράσεις
επεξεργασία στουπόχαρτο
|