στυγόδεμνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | στυγόδεμνος | τὸ | στυγόδεμνον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | στυγοδέμνου | τοῦ | στυγοδέμνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | στυγοδέμνῳ | τῷ | στυγοδέμνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | στυγόδεμνον | τὸ | στυγόδεμνον | ||
κλητική ὦ! | στυγόδεμνε | στυγόδεμνον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | στυγόδεμνοι | τὰ | στυγόδεμνᾰ | ||
γενική | τῶν | στυγοδέμνων | τῶν | στυγοδέμνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | στυγοδέμνοις | τοῖς | στυγοδέμνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | στυγοδέμνους | τὰ | στυγόδεμνᾰ | ||
κλητική ὦ! | στυγόδεμνοι | στυγόδεμνᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στυγοδέμνω | τὼ | στυγοδέμνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στυγοδέμνοιν | τοῖν | στυγοδέμνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαστυγόδεμνος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- που απεχθάνεται το γάμο
- ※ 6ος κε αιώνας Αγαθίας ο Σχολαστικός στην ⌘Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 10ο, επίγραμμα 68 Καλὸν μὲν στυγόδεμνον ἔχειν νόον, Αγαθία του Σχολαστικού
- Καλὸν μὲν στυγόδεμνον ἔχειν νόον· εἰ δ' ἄρ' ἀνάγκη, ἀρσενικὴ φιλότης μή ποτέ σε κλονέοι.
- ※ 6ος κε αιώνας Αγαθίας ο Σχολαστικός στην ⌘Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 10ο, επίγραμμα 68 Καλὸν μὲν στυγόδεμνον ἔχειν νόον, Αγαθία του Σχολαστικού
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- στυγόδεμνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στυγόδεμνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.