ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / στυγόδεμνος τὸ στυγόδεμνον
      γενική τοῦ/τῆς στυγοδέμνου τοῦ στυγοδέμνου
      δοτική τῷ/τῇ στυγοδέμν τῷ στυγοδέμν
    αιτιατική τὸν/τὴν στυγόδεμνον τὸ στυγόδεμνον
     κλητική ! στυγόδεμνε στυγόδεμνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ στυγόδεμνοι τὰ στυγόδεμν
      γενική τῶν στυγοδέμνων τῶν στυγοδέμνων
      δοτική τοῖς/ταῖς στυγοδέμνοις τοῖς στυγοδέμνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς στυγοδέμνους τὰ στυγόδεμν
     κλητική ! στυγόδεμνοι στυγόδεμν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στυγοδέμνω τὼ στυγοδέμνω
      γεν-δοτ τοῖν στυγοδέμνοιν τοῖν στυγοδέμνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στυγόδεμνος < στυγό- + -δεμνος. Μορφολογικά αναλύεται σε στυγέω + δέμνιον

  Επίθετο

επεξεργασία

στυγόδεμνος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία