δέμνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δέμνιον | τὰ | δέμνιᾰ |
γενική | τοῦ | δεμνίου | τῶν | δεμνίων |
δοτική | τῷ | δεμνίῳ | τοῖς | δεμνίοις |
αιτιατική | τὸ | δέμνιον | τὰ | δέμνιᾰ |
κλητική ὦ! | δέμνιον | δέμνιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεμνίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δεμνίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δέμνιον < δέμω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδέμνιον, -ου ουδέτερο
- (συχνά στον πληθυντικό) στρώμα, κρεβάτι, κλίνη
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
- 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 301 (300-301)
- αἱ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι, | δέμνια δὲ στόρεσαν·
- Εκείνες βγήκαν απ᾽ την αίθουσα, στα χέρια τους κρατώντας δάδες, | κι ετοίμασαν τα δυο κρεβάτια·
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αἱ δ᾽ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι, | δέμνια δὲ στόρεσαν·
- 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 314 (313-314)
- ἀλλ᾽ ὄψεσθ᾽, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι, | εἰς ἐμὰ δέμνια βάντες· ἐγὼ δ᾽ ὁρόων ἀκάχημαι.
- Ελάτε να τους δείτε πώς ζευγαρώνουν τώρα πλαγιασμένοι, | ανεβασμένοι στη δική μου κλίνη, κι εγώ τους βλέπω και με πνίγει ο πόνος.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ὄψεσθ᾽, ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι, | εἰς ἐμὰ δέμνια βάντες· ἐγὼ δ᾽ ὁρόων ἀκάχημαι.
- 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 301 (300-301)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 183 (183-188)
- κυνεῖ δὲ προσπίτνουσα, πᾶν δὲ δέμνιον | ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι. | ἐπεὶ δὲ πολλῶν δακρύων εἶχεν κόρον, | στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων, | καὶ πολλὰ θαλάμων ἐξιοῦσ᾽ ἐπεστράφη | κἄρριψεν αὑτὴν αὖθις εἰς κοίτην πάλιν.
- Πέφτει, φιλεί το στρώμα, και η πλημμύρα | από τα δυο της μάτια το ᾽βρεξε όλο. | Σα χόρτασε τα δάκρυα, κατεβαίνει, | σκυμμένη, απ᾽ το κρεβάτι, τριγυρίζει | το σπίτι, και στο θάλαμο γυρνώντας | έπεσε πάλι πάνω στα στρωσίδια.
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- κυνεῖ δὲ προσπίτνουσα, πᾶν δὲ δέμνιον | ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι. | ἐπεὶ δὲ πολλῶν δακρύων εἶχεν κόρον, | στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῦσα δεμνίων, | καὶ πολλὰ θαλάμων ἐξιοῦσ᾽ ἐπεστράφη | κἄρριψεν αὑτὴν αὖθις εἰς κοίτην πάλιν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, στη Βικιθήκη
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δέμω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δέμνιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δέμνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.