στρύχνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στρύχνος | οι | στρύχνοι |
γενική | του | στρύχνου | των | στρύχνων |
αιτιατική | τον | στρύχνο | τους | στρύχνους |
κλητική | στρύχνε | στρύχνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στρύχνος < ελληνιστική κοινή στρύχνος[1] / στρύχνον[1] < προελληνική [2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈstɾi.xnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρύ‐χνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρύχνος αρσενικό
- (βοτανική) θάμνος της οικογένειας Loganiaceae, που περιέχει στρυχνίνη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρύχνος
- ↑ 1,0 1,1 στρύχνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.