στρυχνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρυχνισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική strychninism < ελληνιστική κοινή στρύχνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρυχνισμός αρσενικό
- (ιατρική) δηλητηρίαση από στρυχνίνη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρυχνισμός