στριφτόπιτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στριφτόπιτα < στριφτ(ός) + -ό- + πίτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστριφτόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία) είδος πίτας στην οποία βάζουμε γέμιση σε κομμάτια φύλλου πάχους ενός δαχτύλου, στη συνέχεια το διπλώνουμε και το κουλουριάζουμε όπως κουλουριάζονται τα φίδια όταν θέλουν να ξεκουραστούν
Μεταφράσεις
επεξεργασία στριφτόπιτα
|