στρατσόχαρτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατσόχαρτο < στράτσο + -ο- + χαρτί + -ο < βενετική strazzo / ιταλική strazio < λατινική distractio < distraho < traho + αρχαία ελληνική χάρτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστρατσόχαρτο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στρατσόχαρτο
|