στράτσο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στράτσο | τα | στράτσα |
γενική | του | στράτσου | των | στράτσων |
αιτιατική | το | στράτσο | τα | στράτσα |
κλητική | στράτσο | στράτσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαστράτσο ουδέτερο
- το στρατσόχαρτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία στράτσο
|