↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στραγγιχτός η στραγγιχτή το στραγγιχτό
      γενική του στραγγιχτού της στραγγιχτής του στραγγιχτού
    αιτιατική τον στραγγιχτό τη στραγγιχτή το στραγγιχτό
     κλητική στραγγιχτέ στραγγιχτή στραγγιχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στραγγιχτοί οι στραγγιχτές τα στραγγιχτά
      γενική των στραγγιχτών των στραγγιχτών των στραγγιχτών
    αιτιατική τους στραγγιχτούς τις στραγγιχτές τα στραγγιχτά
     κλητική στραγγιχτοί στραγγιχτές στραγγιχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στραγγιχτός < στραγγίζω + -τός

  Επίθετο

επεξεργασία

στραγγιχτός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία