στραβομουτσουνιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαστραβομουτσουνιασμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος στραβομουτσουνιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στραβομουτσουνιασμένος
|
στραβομουτσουνιασμένος, -η, -ο
|