↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στουπένιος η στουπένια το στουπένιο
      γενική του στουπένιου της στουπένιας του στουπένιου
    αιτιατική τον στουπένιο τη στουπένια το στουπένιο
     κλητική στουπένιε στουπένια στουπένιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στουπένιοι οι στουπένιες τα στουπένια
      γενική των στουπένιων των στουπένιων των στουπένιων
    αιτιατική τους στουπένιους τις στουπένιες τα στουπένια
     κλητική στουπένιοι στουπένιες στουπένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στουπένιος < στουπί + -ένιος

  Επίθετο

επεξεργασία

στουπένιος, -α, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • στουπένιος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)