στομαχιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στομαχιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στομαχιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαστομαχιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη στομαχιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στομαχιασμένος
|
στομαχιασμένος, -η, -ο
|