στεφοδότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στεφοδότης < αρχαία ελληνική στέφος (< στέφω) + -δότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
στεφοδότης αρσενικό
- (σπάνιο) (λόγιο) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που δείνει στεφάνια, που στεφανώνει
Μεταφράσεις επεξεργασία
στεφοδότης
|