↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερικός η στερική το στερικό
      γενική του στερικού της στερικής του στερικού
    αιτιατική τον στερικό τη στερική το στερικό
     κλητική στερικέ στερική στερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερικοί οι στερικές τα στερικά
      γενική των στερικών των στερικών των στερικών
    αιτιατική τους στερικούς τις στερικές τα στερικά
     κλητική στερικοί στερικές στερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερικός < αντιδάνειο: αγγλικά steric < στερ(εός) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

στερικός, -ή, -ό (χημεία)

  1. που αφορά την χωροταξική διάταξη των ατόμων
  2. που αφορά την απώθηση των ατόμων εξ' αιτίας εγγύτητας ή διάταξης
  • αλλοστερικός (που μεταβάλλει την χωροταξική διάταξη ενζύμου, υποδοχέα ή άλλης πρωτεΐνης)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία