στερεομετρικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στερεομετρικός < στερεομετρία + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
στερεομετρικός
- (γεωμετρία): ο σχετικός με στερεομετρία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στερεομετρικός
|