Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερεομετρικός η στερεομετρική το στερεομετρικό
      γενική του στερεομετρικού της στερεομετρικής του στερεομετρικού
    αιτιατική τον στερεομετρικό τη στερεομετρική το στερεομετρικό
     κλητική στερεομετρικέ στερεομετρική στερεομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερεομετρικοί οι στερεομετρικές τα στερεομετρικά
      γενική των στερεομετρικών των στερεομετρικών των στερεομετρικών
    αιτιατική τους στερεομετρικούς τις στερεομετρικές τα στερεομετρικά
     κλητική στερεομετρικοί στερεομετρικές στερεομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεομετρικός < στερεομετρία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

στερεομετρικός

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία