Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταφιδωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σταφιδωμέν
ος
η
σταφιδωμέν
η
το
σταφιδωμέν
ο
γενική
του
σταφιδωμέν
ου
της
σταφιδωμέν
ης
του
σταφιδωμέν
ου
αιτιατική
τον
σταφιδωμέν
ο
τη
σταφιδωμέν
η
το
σταφιδωμέν
ο
κλητική
σταφιδωμέν
ε
σταφιδωμέν
η
σταφιδωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σταφιδωμέν
οι
οι
σταφιδωμέν
ες
τα
σταφιδωμέν
α
γενική
των
σταφιδωμέν
ων
των
σταφιδωμέν
ων
των
σταφιδωμέν
ων
αιτιατική
τους
σταφιδωμέν
ους
τις
σταφιδωμέν
ες
τα
σταφιδωμέν
α
κλητική
σταφιδωμέν
οι
σταφιδωμέν
ες
σταφιδωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σταφιδωμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σταφιδώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σταφιδιασμένος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
σταφιδώνω
και
σταφίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταφιδωμένος
→
δείτε
τη λέξη
σταφιδιασμένος