↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυροπληγία οι σταυροπληγίες
      γενική της σταυροπληγίας των σταυροπληγιών
    αιτιατική τη σταυροπληγία τις σταυροπληγίες
     κλητική σταυροπληγία σταυροπληγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυροπληγία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική stauroplegia

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταυροπληγία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σταυροπληγία - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.