σταυρεπίστεγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
σταυρεπίστεγος, -η, -ο
- (αρχιτεκτονική) που έχει στέγη σε σχήμα σταυρού
- σταυρεπίστεγος ναός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σταυρεπίστεγος
|
σταυρεπίστεγος, -η, -ο
|