στασιμοπληθωρισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στασιμοπληθωρισμός < στάσιμος + πληθωρισμός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στασιμοπληθωρισμός αρσενικό
- (οικονομικός όρος) είναι το φαινόμενο που διαρκεί για μιά παροδική ή χρόνια περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός και η ανεργία (ταυτόχρονα) δε δείχνουν σημάδια υποχώρησης
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στασιμοπληθωρισμός