↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταλαγμένος η σταλαγμένη το σταλαγμένο
      γενική του σταλαγμένου της σταλαγμένης του σταλαγμένου
    αιτιατική τον σταλαγμένο τη σταλαγμένη το σταλαγμένο
     κλητική σταλαγμένε σταλαγμένη σταλαγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταλαγμένοι οι σταλαγμένες τα σταλαγμένα
      γενική των σταλαγμένων των σταλαγμένων των σταλαγμένων
    αιτιατική τους σταλαγμένους τις σταλαγμένες τα σταλαγμένα
     κλητική σταλαγμένοι σταλαγμένες σταλαγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταλαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σταλάζω

σταλαγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία