↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταδιομετρικός η σταδιομετρική το σταδιομετρικό
      γενική του σταδιομετρικού της σταδιομετρικής του σταδιομετρικού
    αιτιατική τον σταδιομετρικό τη σταδιομετρική το σταδιομετρικό
     κλητική σταδιομετρικέ σταδιομετρική σταδιομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταδιομετρικοί οι σταδιομετρικές τα σταδιομετρικά
      γενική των σταδιομετρικών των σταδιομετρικών των σταδιομετρικών
    αιτιατική τους σταδιομετρικούς τις σταδιομετρικές τα σταδιομετρικά
     κλητική σταδιομετρικοί σταδιομετρικές σταδιομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταδιομετρικός < σταδιομετρία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σταδιομετρικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία