σταδιομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταδιομετρικός < σταδιομετρία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασταδιομετρικός
- που έχει σχέση με τη σταδιομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταδιομετρικός
|
σταδιομετρικός
|