σταδιομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασταδιομετρία θηλυκό
- τοπογραφική και γεωδαιτική μέθοδος μέτρησης μιας απόστασης με σταδιόμετρο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σταδιομέτρηση
- σταδιομετρικός
- σταδιόμετρο
- → δείτε τις λέξεις στάδιο και μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταδιομετρία
|