σταγονομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταγονομετρικός < σταγονόμετρο + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασταγονομετρικός
- που έχει σχέση με το σταγονόμετρο ή αναφέρεται σ’ αυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σταγονομετρικός
|
σταγονομετρικός
|