↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταγονομετρικός η σταγονομετρική το σταγονομετρικό
      γενική του σταγονομετρικού της σταγονομετρικής του σταγονομετρικού
    αιτιατική τον σταγονομετρικό τη σταγονομετρική το σταγονομετρικό
     κλητική σταγονομετρικέ σταγονομετρική σταγονομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταγονομετρικοί οι σταγονομετρικές τα σταγονομετρικά
      γενική των σταγονομετρικών των σταγονομετρικών των σταγονομετρικών
    αιτιατική τους σταγονομετρικούς τις σταγονομετρικές τα σταγονομετρικά
     κλητική σταγονομετρικοί σταγονομετρικές σταγονομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταγονομετρικός < σταγονόμετρο + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σταγονομετρικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία