Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταγονόμετρο τα σταγονόμετρα
      γενική του σταγονόμετρου των σταγονόμετρων
    αιτιατική το σταγονόμετρο τα σταγονόμετρα
     κλητική σταγονόμετρο σταγονόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταγονόμετρο < σταγόνα + -μετρο (αυτό που μετρά τις σταγόνες)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταγονόμετρο ουδέτερο

  • συσκευή που μας επιτρέπει να χορηγήσουμε ελεγχομενα ένα υγρό σε σταγόνες, αφού πρώτα το έχουμε αντλήσει από ένα δοχείο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • (δίνω κάτι) με το σταγονόμετρο: (δίνω κάτι) σε πολύ μικρές ποσότητες κάθε φορά
Χορήγηση ασύλου στην Ελλάδα με το... σταγονόμετρο )[1]

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία