Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταβλιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σταβλιζόμεν
ος
η
σταβλιζόμεν
η
το
σταβλιζόμεν
ο
γενική
του
σταβλιζόμεν
ου
της
σταβλιζόμεν
ης
του
σταβλιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
σταβλιζόμεν
ο
τη
σταβλιζόμεν
η
το
σταβλιζόμεν
ο
κλητική
σταβλιζόμεν
ε
σταβλιζόμεν
η
σταβλιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σταβλιζόμεν
οι
οι
σταβλιζόμεν
ες
τα
σταβλιζόμεν
α
γενική
των
σταβλιζόμεν
ων
των
σταβλιζόμεν
ων
των
σταβλιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
σταβλιζόμεν
ους
τις
σταβλιζόμεν
ες
τα
σταβλιζόμεν
α
κλητική
σταβλιζόμεν
οι
σταβλιζόμεν
ες
σταβλιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
σταβλιζόμενος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
σταβλίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταβλιζόμενος