↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταβλιζόμενος η σταβλιζόμενη το σταβλιζόμενο
      γενική του σταβλιζόμενου της σταβλιζόμενης του σταβλιζόμενου
    αιτιατική τον σταβλιζόμενο τη σταβλιζόμενη το σταβλιζόμενο
     κλητική σταβλιζόμενε σταβλιζόμενη σταβλιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταβλιζόμενοι οι σταβλιζόμενες τα σταβλιζόμενα
      γενική των σταβλιζόμενων των σταβλιζόμενων των σταβλιζόμενων
    αιτιατική τους σταβλιζόμενους τις σταβλιζόμενες τα σταβλιζόμενα
     κλητική σταβλιζόμενοι σταβλιζόμενες σταβλιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

σταβλιζόμενος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία