ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ σπόριον τὰ σπόρι
      γενική τοῦ σπορίου τῶν σπορίων
      δοτική τῷ σπορί τοῖς σπορίοις
    αιτιατική τὸ σπόριον τὰ σπόρι
     κλητική ! σπόριον σπόρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπορίω
γεν-δοτ τοῖν  σπορίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπόριον (ελληνιστική κοινή) < δάνειο από λέξη των Σαβίνων κατά τον Πλούταρχο (δείτε τη σημασία για τη λατινική spurium στο παρακάτω παράθεμα). Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική σπόρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ιον.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπόριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Σημειώσεις

επεξεργασία