Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπορέλαιο τα σπορέλαια
      γενική του σπορέλαιου
σπορελαίου
των σπορέλαιων
σπορελαίων
    αιτιατική το σπορέλαιο τα σπορέλαια
     κλητική σπορέλαιο σπορέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπορέλαιο < σπόρ(ος) + -έλαιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπορέλαιο ουδέτερο

  1. το λάδι που προέρχεται από σπόρους φυτών εκτός από το πυρηνέλαιο
  2. (οικείο) οποιοδήποτε βρώσιμο λάδι προέρχεται από φυτά εκτός από το ελαιόλαδο

  Μεταφράσεις επεξεργασία