σπονδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπονδικός < ελληνιστική κοινή σπονδικός < αρχαία ελληνική σπονδή
Επίθετο επεξεργασία
σπονδικός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σπονδή
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπονδικός
|
σπονδικός
|