σπληνογραφικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπληνογραφικός < σπληνογραφία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασπληνογραφικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με τη σπληνογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπληνογραφικός
|