σπληνογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπληνογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική splénographie < αρχαία ελληνική σπλήν + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπληνογραφία θηλυκό
- (ιατρική) διαγνωστική τεχνική για την απεικόνιση της σπλήνας
Συγγενικά
επεξεργασία- σπληνογραφικός
- → δείτε τις λέξεις σπλήνα και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπληνογραφία