σπιρομέτρηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπιρομέτρηση | οι | σπιρομετρήσεις |
γενική | της | σπιρομέτρησης* | των | σπιρομετρήσεων |
αιτιατική | τη | σπιρομέτρηση | τις | σπιρομετρήσεις |
κλητική | σπιρομέτρηση | σπιρομετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπιρομετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπιρομέτρηση < αγγλική spirometry < λατινική spiro + αρχαία ελληνική μετρῶ
Ουσιαστικό επεξεργασία
σπιρομέτρηση θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- σπιρόμετρο
- → δείτε τις λέξεις spiro και μέτρο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπιρομέτρηση