σπηλαιολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπηλαιολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική spéléologue < αρχαία ελληνική σπήλαι(ον) + -ο- + -λόγος -logue
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπηλαιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) επιστήμονας ειδικευμένος στην σπηλαιολογία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπηλαιολόγος