Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπερμοφάγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπερμοφάγ
ος
η
σπερμοφάγ
ος
&
σπερμοφάγ
α
το
σπερμοφάγ
ο
γενική
του
σπερμοφάγ
ου
της
σπερμοφάγ
ου
&
σπερμοφάγ
ας
του
σπερμοφάγ
ου
αιτιατική
τον
σπερμοφάγ
ο
τη
σπερμοφάγ
ο
&
σπερμοφάγ
α
το
σπερμοφάγ
ο
κλητική
σπερμοφάγ
ε
σπερμοφάγ
ε
&
σπερμοφάγ
α
σπερμοφάγ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπερμοφάγ
οι
οι
σπερμοφάγ
οι
&
σπερμοφάγ
ες
τα
σπερμοφάγ
α
γενική
των
σπερμοφάγ
ων
των
σπερμοφάγ
ων
των
σπερμοφάγ
ων
αιτιατική
τους
σπερμοφάγ
ους
τις
σπερμοφάγ
ους
&
σπερμοφάγ
ες
τα
σπερμοφάγ
α
κλητική
σπερμοφάγ
οι
σπερμοφάγ
οι
&
σπερμοφάγ
ες
σπερμοφάγ
α
ομάδα '-ος -ος -ο & -α'
,
Κατηγορία
όπως «
ζημιογόνος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπερμοφάγος
<
σπέρμ(α)
+
-ο-
+
-φάγος
Επίθετο
επεξεργασία
σπερμοφάγος, -ος/-α, -ο
που τρώει
σπόρους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπερμοφάγος