↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερματοφάγος η σπερματοφάγος
σπερματοφάγα
το σπερματοφάγο
      γενική του σπερματοφάγου της σπερματοφάγου
σπερματοφάγας
του σπερματοφάγου
    αιτιατική τον σπερματοφάγο τη σπερματοφάγο
σπερματοφάγα
το σπερματοφάγο
     κλητική σπερματοφάγε σπερματοφάγε
σπερματοφάγα
σπερματοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερματοφάγοι οι σπερματοφάγοι
σπερματοφάγες
τα σπερματοφάγα
      γενική των σπερματοφάγων των σπερματοφάγων των σπερματοφάγων
    αιτιατική τους σπερματοφάγους τις σπερματοφάγους
σπερματοφάγες
τα σπερματοφάγα
     κλητική σπερματοφάγοι σπερματοφάγοι
σπερματοφάγες
σπερματοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπερματοφάγος < σπέρματ(ος) + -ο- + -φάγος

  Επίθετο

επεξεργασία

σπερματοφάγος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία