σπερματοτοξίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπερματοτοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spermotoxin. Μορφολογικά αναλύεται σε σπέρματ(ος) + -ο- + τοξίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπερματοτοξίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική, βιοχημεία) τοξική ουσία που καταστρέφει τα σπερματοζωάρια
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σπερματοξικός
- σπερματοτοξικός
- σπερματοτοξικότητα
- → και δείτε τις λέξεις σπέρμα και τοξίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπερματοτοξίνη
Πηγές
επεξεργασία- σπερματοτοξίνη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)