↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σπατίλη αἱ σπατῖλαι
      γενική τῆς σπατίλης τῶν σπατιλῶν
      δοτική τῇ σπατίλ ταῖς σπατίλαις
    αιτιατική τὴν σπατίλην τὰς σπατίλᾱς
     κλητική ! σπατίλη σπατῖλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σπατίλ
γεν-δοτ τοῖν  σπατίλαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπατίλη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπατίλη, -ης θηλυκό

  1. υδαρές περίττωμα που μοιάζει με διάρροια, ακαθαρσία
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 48 (47-48)
    «δοκέω μέν, ἐς Κλέωνα τοῦτ᾽ αἰνίσσεται, | ὡς κεῖνος ἀναιδέως τὴν σπατίλην ἐσθίει.»
    «Κεντιές, νομίζω, για τον Κλέωνα θα ᾽ναι· | στον Άδη δα κι αυτός βρομιές θα τρώει.»
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
     συνώνυμα: σκῶρ, τῖλος
  2. κομματάκια από δέρμα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία