σπασμοφιλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπασμοφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική spasmophilia < αρχαία ελληνική σπασμός + φιλία. Μορφολογικά, σπασμ(ός) + -ο- + -φιλία [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spa.zmo.fiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπα‐σμο‐φι‐λί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπασμοφιλία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική τάση για τη δημιουργία σπασμών
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπασμοφιλία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)