σοῦχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σοῦχος | οἱ | σοῦχοι | ||||
γενική | τοῦ | σούχου | τῶν | σούχων | ||||
δοτική | τῷ | σούχῳ | τοῖς | σούχοις | ||||
αιτιατική | τὸν | σοῦχον | τοὺς | σούχους | ||||
κλητική ὦ! | σοῦχε | σοῦχοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σούχω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σούχοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σοῦχος < κοπτική ⲥⲟⲩⲭⲓ / αρχαία αιγυπτιακή sbk (κροκόδειλος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίασοῦχος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (ερπετό) είδος κροκοδείλου σε περιοχή της Αιγύπτου
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σοῦχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.