Δείτε επίσης: Σοῦχος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σοῦχος οἱ σοῦχοι
      γενική τοῦ σούχου τῶν σούχων
      δοτική τῷ σούχ τοῖς σούχοις
    αιτιατική τὸν σοῦχον τοὺς σούχους
     κλητική ! σοῦχε σοῦχοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σούχω
γεν-δοτ τοῖν  σούχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοῦχος < κοπτική ⲥⲟⲩⲭⲓ / αρχαία αιγυπτιακή sbk (κροκόδειλος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σοῦχος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία