σοφόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σοφόρα | οι | σοφόρες |
γενική | της | σοφόρας | των | σοφορών |
αιτιατική | τη | σοφόρα | τις | σοφόρες |
κλητική | σοφόρα | σοφόρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασοφόρα θηλυκό
- (βοτανική) γένος φυτών της οικογένειας των Φαβίδων, που περιλαμβάνει δέντρα, θάμνους και ποώδη :φυτά, γνωστά για τα συχνά εντυπωσιακά άνθη τους και την προσαρμοστικότητά τους σε διάφορα κλίματα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Sophora στην αγγλική Βικιπαίδεια