↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοφόρα οι σοφόρες
      γενική της σοφόρας των σοφορών
    αιτιατική τη σοφόρα τις σοφόρες
     κλητική σοφόρα σοφόρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοφόρα < αγγλική sophora < αραβική صفيراء (ṣufayrā) < أصفر (κίτρινος) < ρίζα ص ف ر (ṣ-f-r)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σοφόρα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Sophora στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία