σοφόκλειος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σοφόκλειος | η | σοφόκλεια | το | σοφόκλειο |
γενική | του | σοφόκλειου & σοφοκλείου |
της | σοφόκλειας | του | σοφόκλειου & σοφοκλείου |
αιτιατική | τον | σοφόκλειο | τη | σοφόκλεια | το | σοφόκλειο |
κλητική | σοφόκλειε | σοφόκλεια | σοφόκλειο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σοφόκλειοι | οι | σοφόκλειες | τα | σοφόκλεια |
γενική | των | σοφόκλειων & σοφοκλείων |
των | σοφόκλειων & σοφοκλείων |
των | σοφόκλειων & σοφοκλείων |
αιτιατική | τους | σοφόκλειους & σοφοκλείους |
τις | σοφόκλειες | τα | σοφόκλεια |
κλητική | σοφόκλειοι | σοφόκλειες | σοφόκλεια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «παγκόσμιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σοφόκλειος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σοφόκλειος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /soˈfo.kli.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σο‐φό‐κλει‐ος
Επίθετο
επεξεργασίασοφόκλειος, -α, -ο
- που σχετίζεται με τον τραγικό ποιητή Σοφοκλή
Μεταφράσεις
επεξεργασία σοφόκλειος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σοφόκλειος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σοφόκλειος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σοφόκλειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.