↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοφόκλειος η σοφόκλεια το σοφόκλειο
      γενική του σοφόκλειου
σοφοκλείου
της σοφόκλειας του σοφόκλειου
σοφοκλείου
    αιτιατική τον σοφόκλειο τη σοφόκλεια το σοφόκλειο
     κλητική σοφόκλειε σοφόκλεια σοφόκλειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοφόκλειοι οι σοφόκλειες τα σοφόκλεια
      γενική των σοφόκλειων
σοφοκλείων
των σοφόκλειων
σοφοκλείων
των σοφόκλειων
σοφοκλείων
    αιτιατική τους σοφόκλειους
σοφοκλείους
τις σοφόκλειες τα σοφόκλεια
     κλητική σοφόκλειοι σοφόκλειες σοφόκλεια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «παγκόσμιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοφόκλειος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σοφόκλειος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /soˈfo.kli.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐φό‐κλει‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

σοφόκλειος, -α, -ο

  • που σχετίζεται με τον τραγικό ποιητή Σοφοκλή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα