σουφισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασουφισμός αρσενικό
- (ισλαμισμός) ισλαμική κίνηση με μυστικιστικό και ασκητικό προσανατολισμό
- ※ Ο σουφισμός κατά κάποιον τρόπο διαγράφεται πιο καθαρά μέσα στον ισλαμικό κορμό ως μια ανεξάρτητη τάση. Υπήρξε μια εποχή που φαινόταν ότι ο σουφισμός θα γινόταν μία άλλη θρησκεία ανεξάρτητη από το Ισλάμ, και υπάρχουν πάρα πολύ μεγάλες προσωπικότητες του σουφισμού οι οποίοι ήταν και νομοδιδάσκαλοι πάρα πολύ σημαντικοί, αλλά και μυστικοί, και οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο έφεραν τον σουφισμό ξανά στις παρυφές του Ισλάμ. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Σούφι