↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σοβενταρισμένος η σοβενταρισμένη το σοβενταρισμένο
      γενική του σοβενταρισμένου της σοβενταρισμένης του σοβενταρισμένου
    αιτιατική τον σοβενταρισμένο τη σοβενταρισμένη το σοβενταρισμένο
     κλητική σοβενταρισμένε σοβενταρισμένη σοβενταρισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σοβενταρισμένοι οι σοβενταρισμένες τα σοβενταρισμένα
      γενική των σοβενταρισμένων των σοβενταρισμένων των σοβενταρισμένων
    αιτιατική τους σοβενταρισμένους τις σοβενταρισμένες τα σοβενταρισμένα
     κλητική σοβενταρισμένοι σοβενταρισμένες σοβενταρισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σοβενταρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σοβεντάρω

σοβενταρισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία