Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σμυγερός σμυγερᾱ́ τὸ σμυγερόν
      γενική τοῦ σμυγεροῦ τῆς σμυγερᾶς τοῦ σμυγεροῦ
      δοτική τῷ σμυγερ τῇ σμυγερ τῷ σμυγερ
    αιτιατική τὸν σμυγερόν τὴν σμυγερᾱ́ν τὸ σμυγερόν
     κλητική ! σμυγερέ σμυγερᾱ́ σμυγερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σμυγεροί αἱ σμυγεραί τὰ σμυγερᾰ́
      γενική τῶν σμυγερῶν τῶν σμυγερῶν τῶν σμυγερῶν
      δοτική τοῖς σμυγεροῖς ταῖς σμυγεραῖς τοῖς σμυγεροῖς
    αιτιατική τοὺς σμυγερούς τὰς σμυγερᾱ́ς τὰ σμυγερᾰ́
     κλητική ! σμυγεροί σμυγεραί σμυγερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σμυγερώ τὼ σμυγερᾱ́ τὼ σμυγερώ
      γεν-δοτ τοῖν σμυγεροῖν τοῖν σμυγεραῖν τοῖν σμυγεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμυγερός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σμυγερός, -ά, -όν, συγκριτικός:σμυγερώτερος, υπερθετικός: σμυγερώτατος, (ποιητικός τύπος του μογερός)

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία