σμυγερός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμυγερός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
σμυγερός, -ά, -όν, συγκριτικός :σμυγερώτερος, υπερθετικός : σμυγερώτατος, (ποιητικός τύπος του μογερός)
- κοπιαστικός, επίπονος, άθλιος, ελεεινός
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 166 (164-166)
- ταύτην γὰρ ἔχειν βιοτῆς αὐτὸν | λόγος ἐστὶ φύσιν, θηροβολοῦντα | πτηνοῖς ἰοῖς σμυγερὸν σμυγερῶς,
- γιατί, λέγουν, δεν έχει άλλο τρόπο να ζει, | παρά κυνηγώντας, κακός του κακού, | με τα βέλη του ο τρισάθλιος αγρίμια,
- Μετάφραση (1937): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.1065, @scaife.perseus
- μνωομένης, οἵη μιν ἐπὶ σμυγερὴ λάβεν αἶσα·
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 166 (164-166)
Παράγωγα επεξεργασία
- ἐπισμύγερος
- ἐπισμυγερῶς (επίρρημα)
- σμυγερῶς (επίρρημα)
Πηγές επεξεργασία
- σμυγερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σμυγερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.