σκωρίαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκωρίαση | οι | σκωριάσεις |
γενική | της | σκωρίασης* | των | σκωριάσεων |
αιτιατική | τη | σκωρίαση | τις | σκωριάσεις |
κλητική | σκωρίαση | σκωριάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σκωριάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκωρίαση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκωριάζω, σκωρια- + -σις, πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scoria < αρχαία ελληνική σκωρία [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skoˈɾi.a.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκω‐ρί‐α‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκωρίαση θηλυκό
- γενική ονομασία για αρρώστιες φυτών
- το σκούριασμα, η οξείδωση [2]
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρρώστια φυτών
|
σκούριασμα
→ δείτε τη λέξη σκούριασμα |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκωρίαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)