σκράπας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκράπας | οι | σκράπες |
γενική | του | σκράπα | — | |
αιτιατική | τον | σκράπα | τους | σκράπες |
κλητική | σκράπα | σκράπες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκράπας αρσενικό
- άνθρωπος που δεν γνωρίζει καθόλου κάποιο αντικείμενο
- (ειδικότερα) κακός μαθητής