σκραπ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκραπ < (άμεσο δάνειο) αγγλική scrap < μέση αγγλική scrappe < παλαιά νορβηγική skrap < skrapa < πρωτογερμανική *skrapōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skreb- / *skrep- (χαράσσω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκραπ ουδέτερο άκλιτο
- παλιές μεταλλικές κατασκευές, ιδίως σιδερένιες, που προορίζονται κυρίως για ανακύκλωση του μετάλλου
- ≈ συνώνυμα: παλιοσίδερα
- Η μαφία του σκραπ ξήλωσε 100 μέτρα ράγες. (*)
- (αργκό) (ειρωνικό) μειωτικός και απαξιωτικός χαρακτηρισμός