Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα παλιοσίδερα
      γενική των παλιοσίδερων
    αιτιατική τα παλιοσίδερα
     κλητική παλιοσίδερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιοσίδερα < παλιο- + πληθυντικός αριθμός του σίδερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιοσίδερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία